πίεση,
η, ουσ.
[<αρχ. πίεσις], η πίεση. 1. ο εξαναγκασμός, η ενόχληση, το ζόρισμα:
«έχω πιέσεις απ’ όλους τους δανειστές να τους επιστρέψω τα δανεικά». 2.
(για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) το στενό μαρκάρισμα των αντίπαλων παιχτών, ώστε να
μην μπορούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους ή οι συνεχείς επιθέσεις στην
αντίπαλη περιοχή: «μετά από συνεχή πίεση, καταφέραμε να παραβιάσουμε την εστία
τους»·
- αμάν,
η πίεσή μου! έκφραση δυσφορίας από άτομο που ακούει κάποιον να λέει
απίθανες ανοησίες·
- είμαι
στην πίεση, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση, ιδίως οικονομική: «δεν
μπορώ να σου δώσω ούτε ένα ευρώ, γιατί τον τελευταίο καιρό είμαι στην πίεση»·
- έχω
πίεση χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- μου
ανεβαίνει η πίεση, στενοχωριέμαι πολύ, θυμώνω, νευριάζω, εξοργίζομαι: «πώς
να μη μου ανεβαίνει η πίεση με τις βλακείες που ακούω!»·
- του
ανεβάζω την πίεση, τον στενοχωρώ πολύ, τον θυμώνω, τον νευριάζω, τον
εξοργίζω: «κάθε φορά που χάνει η ομάδα του, μου αρέσει να του ανεβάζω την πίεση
με την καζούρα που του κάνω».